- υπογένεση
- η, Νιατρ. βλ. υπογενεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπογενεσία — και υπογένεση,η, Ν ιατρ. ατελής καταβολή και ανάπτυξη οργάνου ή μέρους τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogenesis (< υπ[ο] * + γένεση)] … Dictionary of Greek